- μεγάκολο
- Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας ή ως συγγενές ελάττωμα. Στα παιδιά, το μ. μπορεί να προκληθεί από την κληρονομούμενη ασθένεια του Hirschprung (που οφείλεται σε συγγενή έλλειψη των μυεντερικών γαγγλιακών κυττάρων στο ορθό και το σιγμοειδές), ψυχογενή αίτια, ραγάδες, σκισίματα στον πρωκτό κ.ά. ή από ψυχολογικούς παράγοντες που μπορεί να έχουν δημιουργηθεί όταν μαθαίνει το παιδί να κάθεται στην τουαλέτα. Στους ενήλικες, μπορεί να προκληθεί από δυσκοιλιότητα και μακροχρόνια χρήση ισχυρών καθαρτικών, από ψυχογενή ή νευρολογικά αίτια, από μηχανική απόφραξη, ραγάδες και αιμορροΐδες ως επικίνδυνη επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας. Σε βαριές περιπτώσεις, ένα τμήμα του παχέος εντέρου πρέπει να αφαιρεθεί με εγχείρηση. Συχνά όμως αρκεί τοτο παχύ έντερο μπορεί να αδειάσει το έντερο με αλατούχα κλύσματα. Απαραίτητη είναι η καταπολέμηση της υποκείμενης αιτίας, όπου αυτό είναι δυνατόν.
Dictionary of Greek. 2013.